Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ μένοντες

См. также в других словарях:

  • μένοντες — μένω stay pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXEQUIARUM Ritus — Apud Romanos, ubi animam aegrotus exhalare coepisset, qui proximiores erant, si domi moriebatur, spiritum eius ore excipiebant, ut desiderium discedentis e vita amici testarentur, morientisque oculos claudebant (qui postea in rogo rursus aperti)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… …   Dictionary of Greek

  • υπομοσχεύω — Α 1. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω 2. μτφ. υποθάλπω («οὗτοι μὲν ὧδε μένοντες ὑπεμόσχευον τὸν πόλεμον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοσχεύω «ανατρέφω, φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»